- μολυβδοχρώς
- μολυβδό-χροος, u. μολυβδο-χρώς, ῶτος, ὁ, bleifarbig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μολυβδόχρως — μολυβδόχρως, ωτος, ό, ἡ (Α) βλ. μολυβδόχρους … Dictionary of Greek
μολυβδόχρους — ουν και οος, οο (ΑΜ μολυβδόχρους, ουν και οος, οον, Α και μολυβδόχρως, ωτος, ό, ή) αυτός που έχει το χρώμα τού μολύβδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + χρους < χροος < χρώς, ωτός «χρώμα» (πρβλ. αργυρό χρους). Ο τ. μολυβδόχρως< μόλυβδος + χρως… … Dictionary of Greek
φοινικόχρως — χρωτος, ὁ, ἡ, Μ φοινικόχρους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + χρως (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. μολυβδόχρως] … Dictionary of Greek